(Λίγες μέρες πριν ανοίξουν τα φανερά σχολεία)
Πολλά χρόνια πριν, όταν η Τρώικα με το Ξύλινο Ομοίωμα του Άλογου Τοκογλύφου εισέβαλλε στην ιστορική και αρχαία Πωσεγινέτση, όλοι οι πολίτες ένιωσαν μεγάλη ταραχή, φόβο και θυμό.
Πολλοί μιλούσαν τότε για αντίσταση και αγώνα μέχρις εσχάτων.
Από καιρό όμως φαινόταν οτι τα τείχη ήταν ετοιμόρροπα και κανείς δεν νοιαζόταν να τα συντηρήσει και να τα επισκευάσει. Οι περισσότεροι γνώριζαν ―κι ας μην το λέγανε φωναχτά― οτι ο στρατός ξεπούλαγε το χαλκό των ασπίδων κι έφτιαχνε ασπίδες από πεπιεσμένο χαρτί• αδύναμες να αντέξουν ακόμα και μια συνηθισμένη καταιγίδα.
Από καιρό ακούγονταν φωνές που προειδοποιούσαν για τη συμφορά που αργά ή γρήγορα θα χτύπαγε την ανοχύρωτη Πωσεγινέτση. Οι πόλεις ασχήμαιναν και πλήγωναν τους κατοίκους τους. Η εγκληματικότητα και η παρανομία χόρευαν παθητικούς χορούς αγκαλιά με την ανικανότητα και τη διαφθορά των κρατικών λειτουργών.
Όποιος μίλαγε για τον μελλοντικό κίνδυνο αντιμετωπιζόταν σαν γραφικός κινδυνολόγος και σαν επικίνδυνος υπονομευτής του ηθικού των πολιτών.
Οι φοροεισπράκτορες συνέχιζαν να τσεπώνουν περισσότερα απ’όσα μάζευαν για τα δημόσια ταμεία. Οι πλούσιοι πλήρωναν λιγότερους φόρους απ’τους φτωχούς. Η δημόσια υγεία πνιγόταν κι ασφυκτιούσε μέσα σε ανυπόληπτα φακελάκια. Η παιδεία εξαρτιόταν από το βόλεμα παιδιών, δασκάλων και γονιών.
Η Δικαιοσύνη και η Δημόσια Τάξη ενέπνεε λιγότερη εμπιστοσύνη στους πολίτες απ’όσο ένα αυτοκίνητο δίχως τιμόνι και φρένα. Οι κυβερνήτες ενέπνεαν λιγότερη εμπιστοσύνη από μια φώκια μονάχους-μονάχους στο τιμόνι ενός γέρικου καραβιού.
Στις μεγάλες πόλεις, όπως η Αχαθήνα και η Θεσαλληπόλη, πολλοί οσμίζονταν τη σαπίλα όχι μόνο των σωρευμένων κι ανακύκλωτων σκουπιδιών αλλά κι εκείνη την έντονη μπόχα που ανέδιδαν οι πανάκριβες άμαξες με τα 16 άλογα των Γιών του Λάμου (Λαμογιών όπως τους λέγανε τότε). Πολλοί αποστρέφανε το πρόσωπο με αηδία από τα παράνομα και αφορολόγητα μέγαρα και τη χλιδή τους. Αυτό όμως δεν αρκούσε για να τα γκρεμίσει, ούτε εμπόδιζε άλλους να χτίζουν καινούργια δίπλα στο γιαλό ή πάνω στα αποκαΐδια των δασών.
Όλοι κατηγορούσαν τους κυβερνήτες για την κατάντια του τόπου και όλοι ήταν έτοιμοι να γλυτώσουν όσο γινόταν περισσότερους φόρους βλέποντας το δημόσιο χρήμα να σπαταλιέται.
Έτσι είχαν τα πράγματα όταν το Ξύλινο Ομοίωμα του Άλογου Τοκογλύφου μπήκε και θρονιάστηκε στην Πωσεγινέτση μαζί με τα στρατεύματα της Τρώικας.
Τότε φάνηκαν δειλά-δειλά τα πρώτα Κρυφά Σχολειά.
Υπήρχαν ακόμα δάσκαλοι και γονείς που ήξεραν οτι αν δεν αλλάξουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους, μαύρη κατάμαυρη θα ήταν η μοίρα της αγαπημένης τους Πωσεγινέτσης.
Σιγά-σιγά άρχισαν να ξανακούγονται λέξεις σχεδόν ξεχασμένες:
Ελευθερία, δικαιοσύνη, εντιμότητα, αξιοπρέπεια, ομορφιά, ευγένεια, φαντασία, δημιουργικότητα…
Πολλοί γέλαγαν κοροϊδεύοντας.
Άλλοι βρίζανε δασκάλους, γονείς και μαθητές των Κρυφών Σχολειών, νιώθοντας το έδαφος κάτω από τα πόδια τους να τρέμει.
Κάτι άλλαζε όμως.
Και τα Κρυφά Σχολειά πλήθαιναν.
Το σύνθημα «Ντροπιάστε αυτούς που μας ντροπιάσανε» άρχισε να ακούγεται όλο και πιο βροντερά σ’ολόκληρη την Πωσεγινέτση.
Οι ισχυρές οπισθοφυλακές των Ωχαδερφιστών (προνομιούχας τάξης μέχρι τότε) έδιναν σκληρές μάχες στην Αχαθήνα, στη Θεσαλληπόλη και στις άλλες πόλεις.
Τα Κρυφά Σχολειά όμως πλήθαιναν.
Όλο και πιο συχνά έβλεπες ορθόκορμους και γελαστούς μαθητές και μαθήτριες που είχαν ξεφύγει από τη σκολίωση της Βολεψοπαιδείας.
Ήταν εκείνοι που μετά από χρόνια θα συνέτριβαν το Ξύλινο Ομοίωμα του Άλογου Τοκογλύφου και θα διώχνανε την Τρώικα από την Πωσεγινέτση.
Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, όλα αυτά ακούγονται σχεδόν μυθικά.
Έτσι όμως τα άκουσα εγώ απ’τον παππού μου που ο πατέρας του ήταν μαθητής σε ένα από τα Κρυφά Σχολειά των δύσκολων χρόνων.
Ένα από εκείνα τα σχολειά που μας κάνουν σήμερα περήφανους για τον τόπο μας.
Κωστής Α. Μακρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου